- Μόναχο
- (Munchen). Πόλη (1.193.600 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας. Χτισμένη στο Βαυαρικό οροπέδιο, της όχθες του Ίζαρ, της από της μεγαλύτερους παραποτάμους του άνω ρου του Δούναβη, είναι η τρίτη πόλη της Γερμανίας σε πληθυσμό, σημαντικός κόμβος συγκοινωνιών, οδικών, σιδηροδρομικών και εναέριων, φημισμένο ευρωπαϊκό εμπορικό κέντρο, καθώς και μεγάλο βιομηχανικό και πολιτιστικό κέντρο, με πανεπιστήμιο, μουσεία και πολλά ανώτερα καλλιτεχνικά ιδρύματα.
Ο πρώτος πυρήνας της πόλης σχηματίστηκε γύρω από ένα μοναστήρι που ιδρύθηκε τον 12o αι. στην αριστερή όχθη του Ίζαρ. Το 1158 ο Ερρίκος ο Λέων κατασκεύασε μια γέφυρα στον ποταμό, οχύρωσε το κατοικημένο κέντρο και επέτρεψε της κατοίκους να οργανώνουν περιοδικές εμποροπανηγύρεις και να κόψουν δικό της νόμισμα. Το Μ. εισήλθε έτσι στην ιστορία της Βαυαρίας, της οποίας έγινε πρώτη πόλη.
Το 1180 το Μ. πέρασε στη δυναστεία των Βίτελσμπαχ στην οποία έμεινε έως τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Τον 13o αι. έγινε έδρα δουκών και στο πρώτο μισό του 14ου το ευπρέπισε και το επεξέτεινε ο αυτοκράτορας Λουδοβίκος σε ανταμοιβή της βοήθειας που του πρόσφερε στη σύγκρουσή του με τον Φρειδερίκο της Αυστρίας για την κατάκτηση του αυτοκρατορικού θρόνου· από τα τείχη που έκτισε σώζεται μόνο η Ζέντλιγκετορ. Η πόλη έφτασε σε μεγάλη ακμή τον 17o αι., αν και καταλήφθηκε από της Σουηδούς του Γουσταύου Αδόλφου το 1632, κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου. Η μεγαλύτερη της ανάπτυξη και η μεγάλη της καλλιτεχνική άνθηση σημειώθηκαν κατά τον 19ο αιώνα, χάρη στη φροντίδα των βασιλιάδων της Βαυαρίας (Λουδοβίκου A’, Μαξιμιλιανού B’ και Λουδοβίκου B’), ένδοξων προστατών των τεχνών, της οποίους οφείλεται, μεταξύ άλλων, και η ριζική πολεοδομική ανακαίνιση του Μονάχου.
Το M., αν και υπέστη σοβαρότατες καταστροφές από της αεροπορικές επιδρομές κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, ανοικοδομήθηκε γρήγορα και ξαναπήρε τη θέση του ως πολιτιστικό και οικονομικό κέντρο, το μεγαλύτερο της νότιας Γερμανίας.
To M. που είναι της παγκόσμια γνωστό για της μπιραρίες του και για την Οκτόμπερφεστ, λαϊκή εορταστική εκδήλωση που καθιερώθηκε από το 1810, είναι πλούσιο σε μνημεία με καλλιτεχνική αξία, της η Φράουενκιρχε (15ος αι.), η Ζανκτ Μίκαελς – Χόφκιρχε (16ος αι.), το Παλαιό Δημαρχείο (14ος αι.) και το Νέο (19ος αι.) σε νεογοτθικό ρυθμό, η Ρεζιντέντς (16ος-19ος αι.), μεγαλοπρεπές βασιλικό παλάτι, η Τεατίνερκιρχε (εκκλησία των θεατίνων, 17ος αι.), η Φέλντχερνχαλε (λέσχη των στραταρχών, 19ος αι.) και, στα περίχωρα το Νίμφενμπουργκ, επιβλητικός πύργος ρυθμού μπαρόκ. Από τα μουσεία και της καλλιτεχνικές και επιστημονικές συλλογές πρέπει να αναφερθούν το Residenz Museum, η Πινακοθήκη, η Γλυπτοθήκη, η Νέα Κρατική Πινακοθήκη, το Εθνικό Μουσείο της Βαυαρίας και το Deutsches Museum που θεωρείται το πλουσιότερο μουσείο επιστήμης και τεχνικής στον κόσμο.
Η οικονομία του στηρίζεται σε διάφορες βιομηχανίες, κυρίως μεταλλομηχανικές, χημικές, εκδοτικές, οργάνων ακριβείας, ειδών διατροφής, και μπίρας.
Σύμφωνο του Μ. Συμφωνία η οποία συνάφθηκε το 1939 και με την οποία η Γαλλία (Νταλαντιέ) και η Μεγάλη Βρετανία (Τσάμπερλεν) με την τυπική μεσολάβηση της Ιταλίας (Μουσολίνι) επέτρεψαν στη ναζιστική Γερμανία να καταλάβει την τσεχοσλοβακική περιοχή των Σουδητών (την οποία κατοικούσαν κυρίως Γερμανοί). Οι Τσεχοσλοβάκοι αντιπρόσωποι αποκλείστηκαν από της συναντήσεις των τεσσάρων ηγετών και η πρώην ΕΣΣΔ δεν προσκλήθηκε. Το σύμφωνο του Μονάχου ήταν η αποκορύφωση της πολιτικής του «κατευνασμού» (appeasement) που έμελλε να οδηγήσει μοιραία στον B’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Μερική άποψη του Μόναχου, με τη Φράουενκιρχε (αριστερά) του 15ου αι. και το δημαρχείο (δεξιά), νεογοτθικό κτίσμα του 19ου αι.
Φωτογραφία του Μονάχου από δορυφόρο της ΝΑSA (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Προπύλαια δωρικού ρυθμού στο Μόναχο.
Dictionary of Greek. 2013.